- παιγνιαγράφος
- παιγν-ιᾱγράφος [γρᾰ], ὁ,A writer of playful poetry, Ath.14.638d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιγνιαγράφος — παιγνιαγράφος, ὁ (Α) αυτός που γράφει παιγνιώδη, εύθυμα ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παίγνια + γράφος*] … Dictionary of Greek
παιγνιαγράφος — writer of playful poetry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνιαγράφου — παιγνιαγράφος writer of playful poetry masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek